- ταγά
- ἁ, Α1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί την εξουσία ο ταγός*2. συνεκδ. καιρός πολέμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. ταγός. Η λ. με τη σημ. «εποχή πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. ταγή* με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη γραμμή τής μάχης» και αποτελεί το αντίθετο τού τ. ἀταγία].
Dictionary of Greek. 2013.